regarding_to_Being έγραψε: ↑24 Αύγ 2024, 22:51
taxalata xalasa έγραψε: ↑24 Αύγ 2024, 06:10
regarding_to_Being έγραψε: ↑23 Αύγ 2024, 20:38
Jean Pépin - Η θεολογία του Αριστοτέλη-ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΣΤΟΙΧΕΙΟΥ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ, ΤΟΝ ΝΟΥ, ΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ.
προς το παρόν, ξεκινα μελετη κι αλλη φορα ασε το κοροιδευτικο υφος γιατι εχεις
να λαβαινεις κι αλλα γραμματακια φιλε
και γιατί πρέπει να λάβουμε υπόψιν τι λέγει ο αριστοτέλης;
αφού έκανε και λάθη... εκτος κι αν νομιζεις πως η γη ειναι το κεντρο του συμπαντος...
και ποιος είσαι που με λες πως εχω να λαβαινω κι άλλα γραμματακια φίλε;
γιατί δεν κοιτάς τον καθρέφτη να δεις πόσα γραμματάκια έχεις να λαβαίνεις εσύ που βλέπεις φαντάσματα αλλωνών;
πρόσεχε το καλάμι...
πρεπει να παω τη δικια σου για θερμ λουτρά στην αιδηψο......τα λεμε
θα τα λαβεις με courier τα γραμματα....
πρεπει να αλλαξω λαδια,φευγω η αυριο η δευτερα
μου απαντησες στην 6η σελ για τον ιουλιανο, με παραθεση στον Αριστο
θεωρεις οτι αυτο ειναι απαντηση;.....0 στο πηλικο,
στο λινκ που σου δωσα για τη μελετη της cornelia de vogel δες την αναρτηση 10
ομως για να παρεις μια σειρα καλον ειναι να δεις κ τις αναρτησεις 7,8,9,11 6τουλαχιστον
για να δεις πως οι πρωτοι χριστιανοι που ειχαν σπουδασει στην πλατωνικη Σχολη της
Αλεξανδρειας ειχαν το βίωμα μιας εσωτερικης Μεθεξης που ειχε και ο Πλατων(γι αυτο τον
ονομασαν "θείος πλατων" οι κλημης αλεξανδρευς,ιουστινος ο μαρτυς,Αθηναγορας,συνεσιος....)
αναζητωντας το ΕΝ που οπως ελεγε "...ομιλει αλλα ου μιγνυται με εμας.." με τη διαφορα
οτι στους Χρ φιλοσοφους των πρωτων αιωνων η αμωμη ενσάρκωση μεσω της Θεοτόκου ειναι
μια εκπληρωση
εδω η αναρτηση 10
"Οι Χριστιανοί δεν δέχθηκαν κάθε μορφή της Ελληνικής φιλοσοφίας. Η φιλοσοφία του Επίκουρου και ο Σκεπτικισμός απορρίφθηκαν, ενώ στον Αριστοτέλη και στην Στοά μπορούσαν να βρουν αξιόλογα στοιχεία, όπως και έγινε πολύ συχνά. Το Στωικό δόγμα της πρόνοιας κατενοήθη σαν έμπνευση. Τα επιχειρήματα βάσει των οποίων υποστηριζόταν, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν εναντίον των άθεων. Κάτι που βρίσκουμε στην συνέχεια και στον Ακινάτη, όπως και στον Λάιμπνιτς (Leibniz) και στον Γουόλφ (Wolff). Ένα μεγάλο μέρος μπορούσε να αφομοιωθεί. Είναι κάτι που επιτυγχάνει ο Άγιος Αμβρόσιος στην δομή του δικού του περί αξιωμάτων (De Officiis), το οποίο στην συνέχεια συγχωνεύεται στην Ρωμαϊκή κατήχηση και διατηρήθηκε στην ζωή για πολύ χρόνο, φτάνοντας μάλιστα μέχρι των ημερών μας. Παρ' όλα αυτά, οι Χριστιανοί των πρώτων αιώνων, μόνον απέναντι στην πλατωνική μεταφυσική, πρόσεξαν μια πραγματική ομοιότητα, που εισέδυε στα βάθη της εσωτερικής τους ζωής. Για τους πλατωνικούς, πράγματι, οι αόρατες πραγματικότητες ήταν κατά πολύ σπουδαιότερες των ορατών. Μόνον αυτές συστήνουν την "αληθινή πραγματικότητα", και γι' αυτό αφιερώνουν ένα ενδιαφέρον προς αυτές, απείρως μεγαλύτερο σε σχέση με τα πράγματα αυτού του κόσμου. Αυτός ο κόσμος λογαριάζεται σαν εξαρτώμενος ουσιαστικώς από αυτή την άλλη πραγματικότητα, η οποία μόνη αυτή μπορεί να ορισθεί σαν "Είναι" με την ολόκληρη και τέλεια σημασία του όρου. Ο κόσμος μας εξαρτάται από αυτή την πραγματικότητα, στο κάλλος του, και στην τάξη του, λόγω της καταγωγής του και της υπάρξεώς του. «Ο θεός είναι αγαθός», είναι η ουσία όλων των πραγμάτων και διατηρεί τον κόσμο με την πρόνοιά του. Και η ψυχή, αυτή η δική μας ψυχή η ανθρώπινη, περικλείει μιαν άπειρη σπουδαιότητα. Δεν φθείρεται με τον θάνατο, αλλά ζει αιωνίως, σε μια κατάσταση ανάλογη στην ηθική ζωή που διεξήγε ο άνθρωπος στην γη.
Όλα αυτά οι πλατωνικοί τα πίστευαν στηριζόμενοι σε λογικά θεμέλια. Και σ' αυτή την μορφή σκέψης οι Χριστιανοί μπορούσαν να αισθανθούν σαν στο σπίτι τους, και να βρουν σ' αυτή το στήριγμά τους. Το ότι οι Χριστιανοί αφομοίωσαν αυτή την μορφή σκέψης του πλατωνισμού για να την συμπεριλάβουν στην πίστη τους, είναι αναμφισβήτητο. Αυτή την αφομοίωση βρίσκουμε από τον Ιουστίνο και έπειτα, στον Κλήμη και στον Ωριγένη, στους Καππαδόκες και στον Αθανάσιο, μέχρι τον Αυγουστίνο. Αυτό δεν αποκλείει βεβαίως το γεγονός πως οι Χριστιανοί ζούσαν ουσιαστικώς με μιαν άλλη παράδοση, η οποία ήταν γι' αυτούς απολύτως κανονιστική αναφορικώς με αυτό που ήταν δυνατόν ή δεν ήταν να γίνει αποδεκτό. Δηλαδή ένας χριστιανός δεν θα αποδεχόταν ποτέ κάτι που δεν θα ταίριαζε με ότι είχε διδαχθεί σαν αλήθεια. Αλλά θα δεχόταν αυτό που μπορούσε να αναγνωρίσει σε συμφωνία με την πίστη του, αυτό που του επέτρεπε να εμβαθύνει αυτή του την πίστη και να την επιβεβαιώσει, και θα το περιελάμβανε στην προσωπική του και πιο εσωτερική ζωή. Σε αυτό το πλαίσιο ανήκει και η πλατωνική θεωρία του νοητού Είναι, του τέλειου, του αιώνιου, του πάντοτε ταυτόσημου με τον εαυτό του.
2. Η διαφορά του πνευματικού κλίματος
Από μια τυπική οπτική γωνία, η φιλοσοφία, περιλαμβανομένου και του πλατωνισμού, ήταν πολύ διαφορετική από την χριστιανική πίστη. Παρότι ο πλατωνισμός δεν υπήρξε ποτέ, όπως ισχυρίζεται ο Dörrie, μια θρησκευτική ομολογία κλειστή και καλώς καθορισμένη. Υπήρξε πάντοτε ένα σύστημα θεμελιωμένο σε λογικά επιχειρήματα. Επιπλέον, μέχρι το τέλος της αρχαιότητος δεν είχε γίνει ένα κλειστό σύστημα. Ήταν ανοιχτό σε διαφορετικές γνώμες, οι οποίες γινόντουσαν αποδεκτές από μερικούς πλατωνιστές και απορριπτόταν από άλλους. Αυτό φανερώνεται καθαρά στο θέμα της μετεμψυχώσεως. Ο πλατωνισμός, λοιπόν, υπήρξε πάντοτε αντικείμενο διαφωνιών. Ο χριστιανισμός όχι. Η ενότης του θεού, ο οποίος από την αιωνιότητα είναι «μαζί με» τον Λόγο του, δεν ήταν αντικείμενο συζητήσεως, ήταν υλικό πίστεως. Ότι ο Λόγος έλαβε σάρκα και κατοίκησε ανάμεσα στους ανθρώπους, ήταν ένα άλλο υλικό πίστεως, όχι συζητήσεως. Και στο μέτρο στο οποίο οι πλατωνιστές -δεν μπορούμε να πούμε ο πλατωνισμός- δεν μπορούσαν να το δεχθούν, παρέμεναν ξένοι προς τον Χριστιανισμό. Για τους Χριστιανούς όμως αυτό δεν επηρέαζε το γεγονός πως ο θεός, το αιώνιο Φως, το αιώνιο και τέλειο Είναι, η Αιτία όλου του υπαρκτού, η αιώνια αγαθότης και σοφία, μπορούσε να κατανοηθεί με τους όρους της πλατωνικής μεταφυσικής. Αυτό έκαναν οι Χριστιανοί. Είναι αυτό που βλέπουμε π.χ. στον Αυγουστίνο.
3. Ένταση και πόλεμος
Ακριβώς όμως το γεγονός πως οι πλατωνιστές και οι χριστιανοί διέθεταν ένα βαθύ κοινό θεμέλιο μπορούσε να γίνει αιτία εντάσεως, ακόμη και σκληρής διαμάχης. Χωρίς αμφιβολία, ο κεντρικός πυρήνας του Χριστιανισμού, η πίστη στον Ιησού Χριστό σαν του ενσαρκωμένου Θεού, ήταν εντελώς ξένος στον καθαυτό πλατωνισμό. Εκείνα τα πρόσωπα που είχαν μορφωθεί στην Ελληνική παιδεία και στην πλατωνική σκέψη μπορούσαν, σε κάποια στιγμή της ζωής τους, να βρεθούν απέναντι σε αυτή την καινούρια πίστη και από την στιγμή που το χριστιανικό μήνυμα δίδασκε την «οδό» που οδηγεί στον θεό, μπορούσαν να αισθανθούν την ανάγκη να πραγματοποιήσουν μια επιλογή. Και για μερικούς αυτό μπορούσε να δημιουργήσει πολλά προβλήματα. Δεν ήταν όλοι τους σαν τον Ιουστίνο, αυτόν τον απλό άνθρωπο από την Σαμαρία, ο οποίος στην σχολή του Πλάτωνος αισθάνθηκε «σε δρόμο» αλλά ο οποίος μπρος στο χριστιανικό μήνυμα, με ανοιχτό νου, αισθάνθηκε ότι βρήκε την ολοκλήρωση των προφητειών του Ισραήλ και ταυτοχρόνως την πραγματοποίηση της πιο βαθειάς του επιθυμίας και της κρυμμένης του ελπίδος. Στην περίπτωση του Ιουστίνου δεν υπήρχε ούτε η διανοητική αλαζονεία της παραδόσεως του ελληνικού πολιτισμού, ούτε ο εθνικός εγωισμός της εβραϊκής θρησκευτικής παραδόσεως. Σε άλλες περιπτώσεις, τα υπάρχοντα προβλήματα μπορούσαν να φανούν ανυπέρβλητα και μπορούσαν να οδηγήσουν ακόμη και στην επεξεργασία ενός αντι-συστήματος ή με την ελληνική φιλοσοφική σφραγίδα, συνδυαζόμενης με θρησκευτικά ή ημι-θρησκευτικά στοιχεία της ελληνικής παραδόσεως, ή με την εβραϊκή εθνικιστική σφραγίδα, ακολουθώντας την ερμηνευτική παράδοση του Εβραϊσμού.
Ένα αντι-σύστημα ελληνικής καταγωγής εμφανίστηκε ακόμη και κατά την διάρκεια της βασιλείας του Μάρκου Αυρήλιου, από τον Κέλσο, ο οποίος έβλεπε στον Χριστιανισμό την άρνηση των πολιτισμικών και ανθρωπιστικών αξιών. Η μεγάλη ανάπτυξη του Χριστιανισμού και η πνευματική του δύναμη είχαν σαν συνέπεια μια κάποια βία στις επιθέσεις που έγιναν εναντίον του. Στον Πλωτίνο, ο οποίος γνώριζε τους γνωστικούς Χριστιανούς, βρίσκουμε την πλέον συνεπή στάση του φιλοσόφου, στην απόρριψη κάθε είδους «δραματοποιημένης» γλώσσας στο επίπεδο του πνευματικού Είναι. Και οπωσδήποτε και αυτός φανερώνει εκείνο το είδος της απέχθειας προς τους απαίδευτους, που ήταν ιδιαιτερότης των Πλατωνιστών.
Πορφύριος: ένας άνθρωπος υψηλής πνευματικότητος και αξιόπιστης μορφώσεως, ξαναπαίρνει από τον Κέλσο τα επιχειρήματα εναντίον των Χριστιανών. Αναμφίβολα ήταν ένας άνθρωπος προικισμένος με ποιότητες εξόχως υψηλές. Ο Χριστιανός θα πρέπει να του φανερώθηκε σαν μια αντίπαλη κίνηση όσον αφορά την πνευματική ζωή, επικίνδυνη πάνω από όλα, λόγω της έλξεως που ασκούσε στις μάζες, και ακριβώς για αυτόν τον λόγο, κατωτέρου επιπέδου. Πράγματι, ο Ιησούς των Ευαγγελιστών δεν αντιστοιχούσε στο μοντέλο ενός φιλοσόφου: ήταν ένας άνθρωπος που αδιαφορούσε για τον πολιτισμό και την θεωρητική κατανόηση και ο οποίος είχε μια προτίμηση για τους απαίδευτους. Για τον Πορφύριο, όπως και για τον Κέλσο, ήταν αυτή η υποτιθέμενη εχθρότης απέναντι στον πολιτισμό που έκανε τον Χριστιανισμό απεχθή και μισητό. Κατά τον Dörrie ο Πλατωνισμός είχε χάσει ήδη στον 4ο αι. την περισσότερη από την επήρειά του. Μόνον μια σχολή είχε απομείνει, και σχεδόν όλοι οι Πλατωνικοί είχαν ήδη γίνει Χριστιανοί. Στο μεταξύ ο Πλατωνισμός είχε χρησιμοποιηθεί με τέχνη για να κατακτήσει τους Πλατωνικούς στη νέα θρησκεία, και τώρα πια μπορούσε να εγκαταλειφτεί. Εκείνοι οι χριστιανοί θεολόγοι όμως, που είχαν μάθει να σκέπτονται με την μορφή της πλατωνικής μεταφυσικής, είχαν συμπεριλάβει αυτή την φιλοσοφία στην χριστιανική τους ζωή. Από αυτήν την άποψη εξηγείται και το γεγονός πως στον 4ο αιώνα συναντούμε αληθινά σπουδαία ονόματα.
Η πλατωνική σχολή της Αθήνας ήταν πολύ σπουδαία στον 4ο αιώνα. Ο Ιάμβλιχος συνδύαζε την παράδοση αυτής της σχολής με ένα νέο θρησκευτικό πνεύμα, ένα είδος μυστικισμού, την λεγόμενη «θεουργία» και την πίστη πως είναι δυνατόν να αποδοθούν πνευματικές δυνάμεις στα υλικά πράγματα (ένα είδος μυστηριακής θρησκείας). Ο Ιουλιανός, ο οποίος στην ηλικία των είκοσι ετών, μυήθηκε στον Νεοπλατωνισμό από έναν μαθητή του Ιάμβλιχου, δεν εισήχθη στην πραγματικότητα στην φιλοσοφική φιλοσοφία με τη σημασία που είχε αυτή για τον Πλωτίνο και για τον Πορφύριο, αλλά μοιάζει να νικήθηκε δραστικώς μάλλον από τα πυροτεχνήματα των μυητικών τελετών (εκτός των άλλων, Γρηγόριος ο Θεολόγος, Λόγος 18,18). Η μύηση στα μυστήρια και η επιστροφή στους εθνικούς θεούς δεν ήταν σπάνιο εκείνη την εποχή. Στην περίπτωση του Ιουλιανού αυτό φαινόταν σαν μια προσπάθεια αναστηλώσεως των πατρογονικών πεποιθήσεων και των αρχαίων πολιτισμικών παραδόσεων. Η εθνική του αντίδραση ήταν, οπωσδήποτε, μια έκφραση της διαμάχης του ελληνισμού ενάντια στην "βαρβαρότητα", αλλά ήταν πάνω από όλα επίσης, μια θρησκευτική κίνηση, οργανωμένη από έναν άνθρωπο που αισθανόταν καθοδηγούμενος από θεϊκές δυνάμεις. Επρόκειτο για μια θρησκευτική αποθέωση. Με αυτό το φαινόμενο όμως ο Πλατωνισμός, στην θεωρητική του σημασία, δεν είχε καμία σχέση!
Η μεγάλη διάδοση της θρησκείας του Μίθρα, η μεγάλη συμπάθεια που συνάντησε ο Ιουλιανός στην Γαλλία και οι πολυάριθμες μαρτυρίες ευχαριστηρίων για διατάγματα ανοχής που εξέδιδε και τα οποία μπορούν να βρεθούν σε όλα σχεδόν τα μέρη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αποδεικνύουν την αντίσταση της ειδωλολατρείας. Η ιστορία της Υπατίας, της εύγλωττης και ένδοξης διευθύντριας της φιλοσοφικής σχολής της Αλεξάνδρειας γύρω στα 400, προσφέρει ένα εκπληκτικό παράδειγμα της απελπισμένης βίας στην οποία μπορούσε να φθάσει η διαμάχη ανάμεσα στον Ελληνικό πολιτισμό και στον χριστιανικό λαό. Ο Συνέσιος προερχόταν από τον κύκλο της Υπατίας, με την οποία παρέμεινε σε φιλικές σχέσεις και σχέσεις θαυμασμού για όλη του την ζωή. Πέθανε πιθανότατα μετά το 412, το έτος στο οποίο ο Κύριλλος έγινε Πατριάρχης της Αλεξάνδρειας. Εκείνη την περίοδο, το έργο του Ιουλιανού «Εναντίον των Γαλιλαίων» γραμμένο το 363, είχε γίνει πολύ δημοφιλές και διαβαζόταν ευρέως. Είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε πως, εβδομήντα χρόνια μετά την εμφάνισή του, ο Κύριλλος Αλεξάνδρειας συνέθεσε μια δική του εμπεριστατωμένη αναίρεση, από την οποία διαθέτουμε σήμερα τα πρώτα δέκα βιβλία. Για τον Κύριλλο, ο οποίος δεν ενδιαφερόταν ιδιαιτέρως για την φιλοσοφία, ο εχθρός που έπρεπε να νικηθεί δεν ήταν σε καμία περίπτωση ο πλατωνισμός.
Παρ' όλα αυτά ο πλατωνισμός, σαν φιλοσοφία μιας υπερβατικής τάξεως, δεν θα εξαφανιζόταν, καθότι είχε συμπεριληφθεί από καιρό στην διανοητική ζωή του χριστιανισμού, ο οποίος κυριαρχούσε την εποχή εκείνη. Αυτό το πράγμα μπορούμε εύκολα να το διακρίνουμε στα γραπτά του Αθανάσιου, του Αυγουστίνου, του Βοήθιου. Από αυτή την άποψη το αρεοπαγιτικό σώμα δεν συνιστούσε μια τέλεια πρωτοτυπία ή νεωτερισμό. Σε κάθε περίπτωση ο ψευδο-Διονύσιος δεν ήταν ο μόνος ούτε ο πρώτος που προσέλαβε την πλατωνική μεταφυσική στην χριστιανική σκέψη. Μια τέτοια πρόσληψη είχε πραγματοποιηθεί ήδη από πολύ παληά."
https://amethystosbooks.blogspot.com/20 ... el-10.html
η απαντηση στο λινκ της προφ του Δανιηλ για τον Αντιοχο Δ Επιφανη και τον ερχομενο
"Υιο του Ανθρωπου" ηταν......η λεξη "παραμύθια"
επισης σου μιλησα εγω για χριστιανοεθνικισμους; ο εθνισμος στο χρ χωρο εχει καταδικαστεί
απο τη συνοδο των Ορθοδόξων πατριαρχων το 1870 στη Κων/πολη
επισης μην μπλεκεις τον κληρηκαλισμο κ τα λαθη-εγκληματα που κανουν καποιοι σε θεσεις
στην εκκλ ιεραρχια με το μυστικο βιωμα της "Εν Χριστώ ζωης" μπορει να το εχει κ μια
πρωην πορνη η κ ενας πρωην φυλακοβιος....ο Μακαριος Αιγυπτιος ελεγε "μη κοιτας στον ουρανο
να δεις αγγελους η αγιους,η βασιλεια των ουρανων ειναι στον καρδιακο χωρο"
αυτα στα γραφω για να αρχισεις να αφηνεις σιγα σιγα τις ακραιες νομικιστικες αποψεις
επισης η αναρτηση 11
"Ο Heinrich Dorrie oλοκληρώνει τήν μεγάλη του έκθεση τών σχέσεων ανάμεσα στόν πλατωνισμό καί τόν χριστιανισμό μέ τέσσερις αρνητικές κρίσεις. Η πρώτη είναι η ακόλουθη :
«Μέ τήν παρατηρημένη πολύ συχνά, προτίμηση πολλών θεολόγων τών πρώτων αιώνων, πρός τόν πλατωνισμό, δέν προκλήθηκε παρ’όλα αυτά καμμιά αλλαγή ή παραμόρφωση τού χριστιανισμού στήν ουσία του. Τό χριστιανικό δόγμα ανεπτύχθη σύμφωνα μέ τούς εσωτερικούς του νόμους».
Μέχρις εδώ έχει δίκαιο αλλά συνεχίζει!
«Ο πλατωνισμός δέν αφορούσε τούς παράγοντες εκείνους πού ενήργησαν απ’ έξω στόν χριστιανισμό. Αυτό αναδύεται καθαρά από τήν διαμάχη γύρω από τήν ουσία καί τή φύση τού Χριστού. Αυτή η διαμάχη θά είχε οδηγήσει σέ πολύ διαφορετικά αποτελέσματα στήν περίπτωση κατά τήν οποία ο πλατωνισμός, ή στό εσωτερικό ή στό εξωτερικό τής εκκλησίας, θά είχε κατορθώσει νά εξασκήσει κάποια άξια επιρροή τού ονόματος. Ούτε δέ ποτέ ο πλατωνισμός κατόρθωσε νά φτάσει στήν ουσία τής χριστιανικής σκέψης».
Ξανά, αυτή η τελευταία δήλωση είναι εντελώς σωστή. Όσον αφορά όμως τό προηγηθέν επιχείρημα πρέπει νά κρατήσουμε κάποιες επιφυλάξεις. Γιά τόν Dorrie ο πλατωνισμός ήταν ένα θρησκευτικό κύκλωμα θρησκευτικής φύσεως, μιά ομολογία, ασυμβίβαστη μέ τόν χριστιανισμό. Διότι ακριβώς εκείνα τά πράγματα πού είναι στό κέντρο τής χριστιανικής πίστης – ότι ο Λόγος σάρξ εγένετο καί ότι ο Υϊός είναι ομοούσιος τώ Πατρί – ήταν αδιανόητα γιά τόν Πλατωνισμό. Γι' αυτό οι χριστιανοί έπρεπε νά διατρέξουν τό δικό τους δρόμο καί αυτό έκαναν τελικώς.
Καί αυτό επίσης κατά κάποιο τρόπο είναι αληθινό. H πίστη ζούσε από τήν δική της παράδοση. Καί οι Πατέρες τής Νίκαιας καί τής Χαλκηδόνος έπρεπε νά εκφράσουν αυτή τήν πίστη μέ τόν καθαρότερο τρόπο, μέ όρους οι οποίοι θά απέκλειαν τά λάθη τής εποχής.
Αυτά τά λάθη ταυτιζόταν μέ τόν πλατωνισμό, πιθανώς ούτε ο Dorrie δέν θά τολμούσε νά βεβαιώσει κάτι τέτοιο. Παρ’όλα αυτά ισχυρίζεται πώς ο Αρειανισμός συσχετιζόταν μέ ουσιαστικό τρόπο μέ τόν Πλατωνισμό, μέ έναν τέτοιο τρόπο ώστε μέ τήν απόρριψη αυτής τής χριστιανικής αιρέσεως, καταδικαζόταν μαζί καί ο πλατωνισμός. Οι θέσεις όμως τού Άρειου στόν Υϊό τού Θεού, ο οποίος κατά τήν γνώμη του δέν ήταν ούτε αιώνιος, ούτε όμοιος τού Πατρός, ούτε ίσος, καί δέν ήταν κάν σέ θέση νά τόν γνωρίση, αποτελούν κατά βάθος μία ανεξάρτητη ανάπτυξη, ο χαρακτήρας τής οποίας πολύ δύσκολα θά χαρακτηριζόταν πλατωνικός. O Fr. Ricken, περιγράφοντας τίς τρείς διαφορετικές αναπτύξεις πού απορρέουν από τήν αποδοχή τής πλατωνικής οντολογίας, ορίζει τήν θέση τού Ευσέβιου, ο οποίος θά μπορούσε νά υπολογιστεί πολύ κοντά στόν Άρειο μέ τήν υπόταξη τού Υϊού πού πρέσβευε. Καί όμως παρ’ όλα αυτά καί ο Ευσέβιος επεξεργάζεται αυτή τήν αντίληψη μέ έναν πολύ διαφορετικό τρόπο, πιό ευθυγραμμισμένο μέ τήν σκέψη τού Πλάτωνος καί μέ τήν μαρτυρία τής Γραφής.
Η Τρίτη «δυνατή» ανάπτυξη στήν βάση τής πλατωνικής οντολογίας ήταν η θεολογία τού Μ.Αθανασίου. Αντί νά χωρίσει τίς υποστάσεις, τίς μέν από τίς άλλες, ο Μ.Αθανάσιος τονίζει τόν ουσιώδη τους δεσμό. Χωρίς τόν Υϊό η ουσία τού Πατρός δέν είναι πλήρης. Όπως ακριβώς τό φώς δέν μπορεί νά υπάρξει χωρίς ακτινοβολία καί μιά πηγή χωρίς ένα ποτάμι νά πηγάζει από αυτή, έτσι καί ο Θεός δέν μπορεί νά ξεχωρίσει από τόν Λόγο του, από τήν Σοφία του καί από τήν αλήθεια του (ενάντια στούς Αρειανούς Ι 29).
Μέσω τού Υϊού του εδημιούργησε τόν κόσμο, καί μιά «εικόνα τού Λόγου» έχει τυπωθεί στά κτιστά πράγματα (Κατά Αρειανών ΙΙ 79). Βρίσκαμε επίσης στόν Φίλωνα, τήν αγαπημένη εικόνα τού Φίλωνος, εκείνη τής σφραγίδος, καί τόν τρόπο τού Φίλωνος όταν μιλά γιά τόν Λόγο σάν Δημιουργό τού κόσμου ο οποίος δέν είναι ποτέ ξεχωριστός από τόν Πατέρα, αλλά είναι πάντοτε σέ σχέση μαζί του. Οι θεολόγοι μιλούν πολύ συχνά γιά ενύπαρξη αναφορικώς μέ τόν Υϊό γιά τόν ενυπάρχοντα Λόγο, αλλά θά ήταν προτιμότερο νά μήν εκφραζόμαστε μέ αυτόν τόν τρόπο. Διότι ο θείος Λόγος παραμένει στόν εαυτό του υπερβατικός παρότι ενεργεί στόν κόσμο καί στήν ιστορία.
O Fr. Ricken έχει απόλυτο δίκηο κάι στήν παρατήρησή του ότι η οντολογία τού Πλάτωνος είναι στήν βάση τής θεολογίας τού Αθανασίου. Καί μ’αυτή τήν έννοια – καταλήγει – πρέπει νά μιλήσουμε γιά μιά Ελληνοποίηση τού χριστιανικού μηνύματος. Αλλά βιάζεται αμέσως μετά νά προσθέσει πώς στίς τρείς περιπτώσεις πού εξέτασε η πρόσληψη έπαιξε πάντοτε καί ένα ρόλο κριτικής απέναντι στήν αρχαία κατανόηση τού Είναι καί τού κόσμου. Όσον αφορά δέ τόν Αθανάσιο, μάς εξηγεί : «Ο Αθανάσιος προσπαθεί νά εξουδετερώσει, μέσω τής πλατωνικής οντολογίας, τήν έννοια τού Θεού τής Πλατωνικο-Αριστοτελικής παραδόσεως, ξεκινώντας από τήν ιστορική έλευση τού Χριστού στή Γή».
Ασφαλώς μείναμε λίγο έκπληκτοι μ’αυτόν τόν έντονα θεωρητικό τρόπο μέ τόν οποίο εξηγείται τό έργο τού Μ.Αθανασίου. Προσπάθησε στ’αλήθεια άραγε, ο συγκεκριμένος Πατέρας τής εκκλησίας τού 4ου αιώνος νά διορθώσει τήν φιλοσοφική έννοια τού Θεού; Μπορούμε νά παρατηρήσουμε έτσι πρόχειρα πώς, μιλώντας γιά τόν Θεό σάν ο όντως ών, ο Αθανάσιος χρησιμοποιούσε μία πλατωνική έκφραση ελαφρώς τροποποιημένη καί άρχιζε τίς σκέψεις του πράγματι από μιά μεταφυσική τού υπερβατικού είναι η οποία ήταν αυθεντικά πλατωνική. (Ο Αθανάσιος στό κατά Αρειανών ΙΙ 43, δέν μιλά γιά το όντως όν, αλλά χρησιμοποιεί τό όντος όντα δίπλα στό αληθινόν, σάν ιδιότητες τού Θεού).
Ότι όμως κατανοώντας τόν Θεό σάν ουσιωδώς «μαζί με» τόν Λόγο του, διαφορετικά πώς ήταν δυνατόν νά τόν σκεφτεί ξεχωριστό από αυτό, από τον Λόγο καί τήν Σοφία, ο Μ.Αθανάσιος συνδύασε τήν αριστοτελική έννοια τής θείας νοήσεως (νόησις νοήσεως) μέ τό όντος όν τού Πλάτωνος, μπορεί νόμιμα νά αμφισβητηθεί. Δέν πιστεύω πώς τά πράγματα είναι καθόλου τοιουτοτρόπως.
Είναι δυνατόν ο Μ.Αθανάσιος νά προσπάθησε νά διορθώσει κάποια φιλοσοφική έννοια τού Θεού; Όχι μέ σιγουριά. Δέν ενδιαφερόταν γιά ένα τέτοιο ακαδημαϊκό θέμα. Ο Αθανάσιος προσπάθησε απλώς νά εκφράσει μέ τόν πιό απλό καθαρό τρόπο καί μέ ακρίβεια τήν πίστη τήν οποία ζούσε η εκκλησία από αιώνες, διατηρημένη μέ μεγάλη προσοχή από τήν μετάδοσή της από γενεά σέ γενεά, έχοντας συνείδηση πώς επρόκειτο γιά τό πιό πολύτιμο απόθεμα πού είχε προέλθει από τούς Αποστόλους
Στό δοκίμιό του ο Ricken ασχολείται ιδιαιτέρως μέ τόν Ευσέβιο τής Καισαρείας. Αυτός λοιπόν ο συγγραφεύς εφαρμόζει στόν Υϊό τού Θεού τό ίδιο γένος εικόνων πού βρίσκαμε στόν Φίλωνα, ο οποίος αναπαριστά τόν Λόγο σάν τόν οδηγό τών ουρανίων δυνάμεων, μιά εικόνα πού προέρχεται από τήν Ελληνιστική πραγματεία De mundo καί η οποία είχε χρησιμοποιηθεί καί από τούς πλατωνιστές, τόν Μάξιμο τής Τύρου καί τόν Νουμένιο. Οι εικόνες τού στρατηγού ενός στρατού σέ τέλεια τάξη καί τού τιμονιέρη ενός πλοίου, πού αποδίδει ο Ευσέβιος στόν Λόγο τού Θεού, προέρχεται κατά πάσα πιθανότητα από τόν διάσημο διάλογο τού Αριστοτέλη περί φιλοσοφίας. Ο Ευσέβιος μπορούσε νά αντλήσει αυτές τίς εικόνες από τήν Αλεξανδρινή παράδοση.
Φτάνοντας στόν Αθανάσιο, ο Ricken συμπεραίνει : ο Αθανάσιος δέν εγκαταλείπει τήν κοσμολογική έννοια τού Λόγου καί τή θεολογική της αξία, απλώς προσπαθεί νά τήν συμπεριλάβει.
Εδώ, έχουμε ξανά τόν γερμανό ερευνητή νά μιλά! Ο πατήρ τής εκκλησίας Αθανάσιος δέν προσπάθησε τίποτε άλλο από τό νά εκφράσει τήν πίστη του, πού γνώριζε πώς είναι η ζωντανή πίστη τής εκκλησίας.
Πολύ σωστά λοιπόν ο Ricken τελικώς παρατηρεί πώς στόν Αθανάσιο, παρότι η πλατωνική οντολογία τού αιωνίου καί τελείου Είναι βρίσκεται στήν βάση τής θεολογίας του, τό πνευματικό κλίμα δέν είναι πλέον εκείνο τού Ελληνικού πλατωνισμού. Επήλθε μιά μεταμόρφωση. «Τό αληθινό Είναι ο όντως ών, καί ο αληθινός Θέος είναι ο Πατήρ τού Κυρίου μας Ιησού Χριστού», καί στό κέντρο τού ενδιαφέροντος δέν είναι πλέον η σχέση τού Θεού απέναντι στόν κόσμο, αλλά η γειτνίασή του μέ τόν άνθρωπο στόν Ιησού Χριστό. Ο Ricken μιλά γιά αλλαγή τών οντολογικών κατηγοριών –από τό δόγμα τών υποστάσεων μέχρι ενός ουσιώδους συσχετισμού– καί αυτό προέρχεται από τήν έννοια τού Θεού τής Καινής Διαθήκης. Δέν είναι το αποτέλεσμα ενός φιλοσοφικού διαλόγου."
https://amethystosbooks.blogspot.com/20 ... el-11.html
.....το Φρέαρ.....